- χαϊκάι
- Λέγεται και χαϊκού. Μορφή ιαπωνικού ποιήματος, που άνθησε τον 17o-18o αι. και αποτελείται από 3 συλλαβές, χωρισμένες σε 3 στίχους. Bλ. λ. Ιαπωνία (Λογοτεχνία).
Χαικάι. Ιαπωνικό ποίημα εικονογραφημένο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.